- χονδρόσωμος
- -η, -ο, Νβλ. χοντρόσωμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοντρόσωμος — και χονδρόσωμος, η, ο, Ν άτομο με ογκώδες σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * / χονδρ(ο) + σωμoς (< σώμα), πρβλ. μικρό σωμος. Ο τ. χονδρόσωμος μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek